πρωτόζωα — Μονοκύτταρα ζώα που αποτελούν ένα υποβασίλειο, σε αντίθεση με τα πολυκύτταρα ζώα, που υπάγονται στο υποβασίλειο των μεταζώων. Τα π. κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι μικροσκοπικά, λίγα έχουν διαστάσεις μεγαλύτερες του χιλιοστού. Πολλά π. είναι… … Dictionary of Greek
κοκκιδίωση — και κοκκιδίαση, η ιατρ. γαστρεντερική λοίμωξη τού ανθρώπου και άλλων ζώων, υπό διάφορες μορφές, προκαλούμενη από σπορόζωα τής υπόταξης κοκκίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. coccidiose < coccidie (< cocc < κόκκος + idie (<… … Dictionary of Greek
παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… … Dictionary of Greek
πλανόντης — ο, Ν βιολ. 1. κάθε κινητικό σπόριο, γαμέτης ή ζυγώτης 2. το αρχικό αμοιβαδοειδές στάδιο σε μερικά σπορόζωα πρωτόζωα 3. μάζα σπορίων που παράγονται στα παχύτοιχα σποριάγγεια ορισμένων κατώτερων μυκήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. planont… … Dictionary of Greek
σποροζώωση — η, Ν ιατρ. γενική ονομασία για τις αρρώστιες που προκαλούνται από τα σπορόζωα … Dictionary of Greek
σπορόζωο — το, Ν ζωολ. συν. στον πληθ. τα σπορόζωα υποσυνομοταξία ή, κατ άλλους, υπερομοταξία παρασιτικών πρωτοζώων τα οποία παράγουν κατά κανόνα σπόρια και ζουν στο εσωτερικό τών κυττάρων σχεδόν κάθε είδους ζώου, διακρίνονται δε σε τέσσερεις ομοταξίες, τα… … Dictionary of Greek
τοξόπλασμα — το, Ν 1. βιολ. γένος σπορόζωων πρωτοζώων, που ανήκει στην τάξη τοξοπλασμίδια τής ομοταξίας τοξοπλάσματα, το οποίο περιλαμβάνει είδη που είναι ενδοκυτταρικά παράσιτα διαφόρων ζώων 2. στον πληθ. τα τοξοπλάσματα ζωολ. ομοταξία πρωτοζώων που ανήκει… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek